- ιλαρά
- η мед. корь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἱλαρά — ἱλαρός cheerful neut nom/voc/acc pl ἱλαρά̱ , ἱλαρός cheerful fem nom/voc/acc dual ἱλαρά̱ , ἱλαρός cheerful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιλαρά — η λοιμώδης εξανθηματική αρρώστια: Το παιδί της δεν πέρασε ακόμη την ιλαρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιλαρά — Οξεία, λοιμώδης, ιογενής ασθένεια, η οποία συχνά εμφανίζεται ως επιδημία σε μη εμβολιασμένους πληθυσμούς και προσβάλλει κυρίως τα παιδιά. Μεταδίδεται εύκολα με άμεση αλλά και έμμεση επαφή. Μετά από επώαση 10 12 ημερών, η ι. εισβάλλει με… … Dictionary of Greek
ἱλαρᾷ — ἱλαρός cheerful fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱλαράν — ἱλαρά̱ν , ἱλαρός cheerful fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱλαράς — ἱλαρά̱ς , ἱλαρός cheerful fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιλαρικός — ή, ό [ιλαρά] ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιλαρά («ιλαρική εγκεφαλίτιδα») … Dictionary of Greek
ιλαριώδης — ες αυτός που μοιάζει με ιλαρά («ιλαριώδες εξάνθημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιλαρά + ιωδης, επαυξημένη μορφή τής ωδης] … Dictionary of Greek
ιλαρός — ή, και ά, ό (ΑΜ ἱλαρός, ά, όν) 1. χαρούμενος, εύθυμος 2. το ουδ. ως ουσ. το ιλαρό(ν) η ιλαρότητα νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ιλαρά εξανθηματικό μολυσματικό νόσημα που προκαλείται από διηθητό ιό μσν. καλοπροαίρετος αρχ. (για αίμα) αυτός που σφύζει 2 … Dictionary of Greek
αιδοιοκολπίτιδα — Φλεγμονή που παρουσιάζεται στο αιδοίο (αιδοιίτιδα) και επεκτείνεται στον κόλπο (κολπίτιδα), ή αντίθετα. Μπορεί επίσης να προσβάλλει τη μήτρα (μητρίτιδα) και τις σάλπιγγες (σαλπιγγίτιδα). Κυριότερη αιτία για την εμφάνιση της πάθησης αυτής είναι η… … Dictionary of Greek
βλαττί — το και βλαντί (Μ βλαττίον και βλαττίν, βλαντίον και βλαντίν) [βλάττα] πολυτελές, μεταξωτό ύφασμα ή φόρεμα, συνήθως κόκκινο ή πορφυρό («ξέρω να υφαίνω το βλαντί, να υφαίνω το μετάξι») νεοελλ. 1. οποιοδήποτε πολύτιμο πράγμα 2. αγαπημένο, χαϊδεμένο… … Dictionary of Greek